χοντρόφλουδος

χοντρόφλουδος
η , ο толстокожий (о плодах)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "χοντρόφλουδος" в других словарях:

  • χοντρόφλουδος — η, ο, Ν αυτός που έχει χοντρή φλούδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χοντρ(ο) * + φλουδος (< φλούδα), πρβλ. σκληρό φλουδος] …   Dictionary of Greek

  • χοντρόφλουδος — η, ο αυτός που έχει χοντρή φλούδα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παχύφλοιος — α, ο / παχύφλοιος, ον ΝΜΑ (για φυτά και δένδρα) αυτός που έχει παχύ φλοιό, χοντρή φλούδα, χοντρόφλουδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παχυ * + φλοιός (πρβλ. τραχύ φλοιος)] …   Dictionary of Greek

  • χοντρ(ο)- — και χονδρ(ο) Ν α συνθετικό λ. τής Νέας Ελληνικής το οποίο ανάγεται στο επίθετο χοντρός / χονδρός και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες, οι περισσότερες από τις οποίες απαντούν και στο επίθετο χοντρός: α) «παχύς, ευτραφής, μεγαλόσωμος, ογκώδης»… …   Dictionary of Greek

  • φλουδερός — ή, ό αυτός που έχει χοντρή φλούδα, χοντρόφλουδος, χοντρόπετσος, φλουδάτος: Φλουδερό καρπούζι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»